Εσύ να επιμένεις σε μια αλλόκοτη μορφή που κατοικεί αλλού, πέρα από τα μονοπάτια του νου. Κυνηγός και έρημος, μια σκηνή που επαναλαμβάνεται μέσα στην ίδια μορφή που δεν υπάρχει.
Γύρω, πίσω, μπροστά, μια ξαφνική βροχή συναισθημάτων, ένα είδωλο που παραμένει είδωλο. Αυτός να τρέχει ξοπίσω της σε μια φιγούρα αλλόκοτη, μισητή, αλλά παράλληλα γλυκιά μια παρoμείωση θεού.
Στο σκοτάδι σου κατοικούν άγγελοι, μια οπτασία και ένα όνειρο που παραμονεύει αλλά παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει συνέχεια. Ο δρόμος μοναχικός, ανεβαίνεις επικίνδυνα και κατεβαίνεις αλύπητα και όλα να μοιάζουν με νεκρό είδωλο.
Άλλοι κόσμοι, ξεχασμένες ψυχές, παράξενα όντα, να παραμονεύουν σε ένα χαμένο ορίζοντα του έξω από το γνωστό.
Οι σκέψεις πάντα εκεί, μια ομίχλη και τριγύρω αέρας, ένα πάθος, μια αμφιβολία, ένα τίποτα να διαπερνά τους τοίχους. Οι άλλοι να σε κοιτάζουν παράξενα, ένα άτομο που παραμονεύει στο πίσω μέρος του μυαλού στο εξώκοσμο, στο απόμακρο, στο μισητό.
Ένας αέρας που δεν υπάρχει πια, ένα δωμάτιο που δε μυρίζει το ίδιο άρωμα, μια ξεγνοιασιά σ' ένα περιβάλλον απρόθυμο και ανυπαρξιακό.
Εσύ να γυρίζεις πλευρό, να μην κοιμάσαι, να έρχεται η μορφή της να σε παίρνει. Ξέρεις που σε πάει αλλά δεν απομακρύνεσαι. Ανοίγεις ξανά την πόρτα της κόλασης και περπατάς ξωπίσω της.
Gothic